- ποππυλιάζω
- και, κατά δ. γρφ., παππυλιάζω, δωρ. τ. ποππυλιάσδω Ασυρίζω για να καλέσω ζώο.[ΕΤΥΜΟΛ. 'Αλλος τ. τού ποππύζω* με επέκταση -λ- (πρβλ. βομβυλιάζω: βόμβος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποππυλιάσδει — ποππυλιάζω pres ind mp 2nd sg (doric aeolic) ποππυλιάζω pres ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποππυλιάζειν — ποππυλιάζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)